Η Λαρισαία γιαγιά Θάλεια μαθαίνει από την εγγονή της για αυτόν τον «διάολο»: την AI (δηλ. την Τεχνική Νοημοσύνη) που τα ξέρει όλα. «Άνθρωπος είναι;», ρωτάει την εγγονή της. «Όχι, ρομπότ, αλλά σκέφτεται σαν άνθρωπος» της απαντάει, γεμάτη ενθουσιασμό για το τεχνολογικό θαύμα, η εγγονή και συνεχίζει: «τι θα ήθελες να το ρωτήσεις;». «Πόσα χρόνια θα ζήσω;» αποκρίνεται η γιαγιά και η αφοπλιστική της ερώτηση φαίνεται να προσγειώνει τη νεαρή εγγονή στη σοβαρότητα της αγωνίας του θανάτου.
Η εγγονή, όπως είναι φυσικό, πιθανότατα περίμενε μια ερώτηση άλλη. Σας αυτές τις πρακτικές ή χρηστικές ερωτήσεις που απασχολούν τις περισσότερες συνομήλικές της. Όμως η γιαγιά δεν ήθελε να μάθει από την AI για το ποιο επάγγελμα να ακολουθήσει, ή για συμβουλές αυτοβελτίωσης, ούτε για το πώς θα βρει τον κατάλληλο σύντροφο, ή αν αξίζει να συνεχίσει μια σχέση, ούτε για συμβουλές υγείας ρώτησε η γιαγιά, ούτε ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να σκεφτεί την εγκυμοσύνη, ούτε που να ταξιδέψει αυτό το καλοκαίρι, ούτε πιο βιβλίο να διαβάσει, ούτε καν πως να εξισορροπήσει τη δουλειά με την προσωπική ζωή, ή πως να βελτιώσει τα οικονομικά της.
Η γιαγιά ξάφνιασε τη νεότητα με τη βαθιά ανθρώπινη ανησυχία της για τη θνητότητα και το πεπερασμένο της ζωής. Μπορεί «γιαβρί μ'» τούτος ο «διάολος», που τα ξέρει όλα, να απαντήσει «πότε θα πεθάνω». Η απρόσμενη ερώτηση δείχνει και τη διαφορετική οπτική της ζωής που έχει ο άνθρωπος στα νιάτα του σε σχέση με τα γερατειά του, όπου ο απολογισμός της ζωής που συμπιέζεται τον οδηγεί στο μέγιστο υπαρξιακό ερώτημα που δεν μπορεί να απαντήσει η ΑΙ. Έτσι ο ενθουσιασμός για τις τεράστιες γνώσεις των AI και η νεανική αισιοδοξία της εγγονής βρίσκουν τα όρια τους στη σοβαρή υπαρξιακή αγωνία της γιαγιάς που θέλει μια απάντηση στο βαθύτερο ανθρώπινο ερώτημα που σχετίζεται με το πρόβλημα του θανάτου.
Η AI θα προσφέρουν πληροφορίες, θα λύσουν προβλήματα, θα προτείνουν λύσεις, αλλά δεν θα μπορέσουν να δώσουν νόημα ή παρηγοριά στην ανθρώπινη αγωνία για το τέλος της ζωής. Η ερώτηση της γιαγιάς δεν είναι τυχαία, ούτε μόνο υπαρξιακή. Αλλά και προσωπική, καθώς αναγκάζει την εγγονή να σκεφτεί τη σχέση της μαζί της και την αναπόφευκτη απώλεια που θα έρθει. Το ξάφνιασμα της εγγονής και η απροθυμία της να θέσει την ερώτηση της γιαγιάς στην AI δείχνει ότι δεν είναι συναισθηματικά έτοιμη να αντιμετωπίσει το θέμα της απώλειας της γιαγιάς. Έτσι το ερώτημα αναδεικνύει την ποιότητα που βρίσκεται στη στιγμή που μοιράζονται η γιαγιά και η εγγονή. Αυτές οι κοινές στιγμές δίνουν νόημα στη ζωή που αξίζει περισσότερο από οποιαδήποτε τεχνολογική απάντηση.