Αναμφίλεκτα δικαιολογημένη η έντονη αντίδραση του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Σωτήρη Μπάγια για την παρελκυστική τακτική του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τη διαβίβαση της δικογραφίας για την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου στη Βουλή.
Ειδικότερα, ο κ. Μπάγιας, δήλωσε: «Θεωρώ ότι βρισκόμαστε πλέον ενώπιον θεσμικής παρέκκλισης. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στη χώρα μας δεν είναι γενικός εισαγγελέας όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις χώρες που εφαρμόζουν τον αγγλοσαξονικό δίκαιο. Κατά συνέπεια δεν δικαιούται να υποκαθιστά και να αντιποιείται το ρόλο και αρμοδιότητες κάθε εισαγγελέα. Πολύ δε περισσότερο δεν δικαιούται να παρεμβαίνει και να υποκαθιστά την κρίση και τη συνείδηση κάθε αρμόδιου εισαγγελέα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην παρούσα συγκυρία το αγαθό που πρωτίστως πρέπει να διαφυλαχθεί είναι η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία ενός εκάστου εισαγγελέα. Για το σκοπό αυτό απευθύνουμε έκκληση σε όλους τους συναρμόδιους συνταγματικούς φορείς να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να λάβουν θέση επί του συγκεκριμένου μείζονος σημασίας ζητήματος. Υπενθυμίζουμε άλλωστε ότι σύμφωνα με τον κανονισμό του οργανισμού δικαστηρίων όποια παρέμβαση ή υπόδειξη είναι ανεπίτρεπτη και αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα. Θεωρώ ότι το θέμα που έχει ανακύψει δεν αφορά μόνο την Εισαγγελία ως θεσμό ή μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά συνδέεται με τη λειτουργική ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας μας και γι αυτό οφείλουμε όλοι να αρθούμε στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις».
Ειδικότερα, ο κ. Μπάγιας, δήλωσε: «Θεωρώ ότι βρισκόμαστε πλέον ενώπιον θεσμικής παρέκκλισης. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στη χώρα μας δεν είναι γενικός εισαγγελέας όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις χώρες που εφαρμόζουν τον αγγλοσαξονικό δίκαιο. Κατά συνέπεια δεν δικαιούται να υποκαθιστά και να αντιποιείται το ρόλο και αρμοδιότητες κάθε εισαγγελέα. Πολύ δε περισσότερο δεν δικαιούται να παρεμβαίνει και να υποκαθιστά την κρίση και τη συνείδηση κάθε αρμόδιου εισαγγελέα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην παρούσα συγκυρία το αγαθό που πρωτίστως πρέπει να διαφυλαχθεί είναι η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία ενός εκάστου εισαγγελέα. Για το σκοπό αυτό απευθύνουμε έκκληση σε όλους τους συναρμόδιους συνταγματικούς φορείς να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να λάβουν θέση επί του συγκεκριμένου μείζονος σημασίας ζητήματος. Υπενθυμίζουμε άλλωστε ότι σύμφωνα με τον κανονισμό του οργανισμού δικαστηρίων όποια παρέμβαση ή υπόδειξη είναι ανεπίτρεπτη και αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα. Θεωρώ ότι το θέμα που έχει ανακύψει δεν αφορά μόνο την Εισαγγελία ως θεσμό ή μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά συνδέεται με τη λειτουργική ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας μας και γι αυτό οφείλουμε όλοι να αρθούμε στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις».
Επικίνδυνα παιχνίδια
(κάντε κλικ πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση)
Ακολουθώντας την προτροπή του κ. Μπάγια, η ταπεινότητά μας, θα επιχειρήσει να σχολιάσει τα νέα ήθη που διαπιστώνονται στο χειρισμό των σοβαρών υποθέσεων – σκανδάλων του πολιτικού βίου της χώρας, από μερίδα δικαστών.
Ο εισαγγελέας μεθοδεύει (βλ. υπόθεση του αφέτη Ν. Βαζαίου), ο εισαγγελέας φιμώνει (βλ. υπόθεση προέδρου Ένωσης Εισαγγελέων Σ. Μπάγια), ο εισαγγελέας διώκει πειθαρχικά (τη δικαιοδοτική κρίση γενικά των δικαστικών λειτουργών), ο εισαγγελέας αναιρεί ασφαλιστικά μέτρα (βλ. υπόθεση συμβασιούχων), ο εισαγγελέας προβλέπει την διάπραξη αδικημάτων από τους εργαζόμενους της JUMBO.
Ενώ, οι πατρίκιοι της Ελληνικής Βουλής (άτομα άμεμπτου ηθικής) χαίρουν ατιμωρησίας. Αφού, εκτός από τις «συγκαλυπτικές» επιτροπές τους, έχουν και τον διορισμένο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να βλέπει προοράτικα την παραπλάνηση υπουργών και να τους προστατεύει με υπερβάλλοντα ζήλο. Προσβάλλοντας, εκθέτοντας και υποτιμώντας έμμεσα ή άμεσα την επιστημονική κατάρτιση και επαγγελματική επάρκεια των συναδέλφων του που τόλμησαν να εισηγηθούν (τρις) την διαβίβαση της δικογραφίας στη βουλή.
Με δύο μέτρα και δύο σταθμά στο «κράτος δικαίου» των Δένδια και Σανιδά, γίνεται πλέον κατανοητή η «ανάγκη» ενεργοποίησης και εφαρμογής του νόμου περί εξυβρίσεως Αρχής. Είναι φυσικό επακόλουθο. Όταν μια Αρχή παύει, λόγο αυτοεξευτελισμού, να εμπνέει το σεβασμό στους πολίτες, οφείλει να τον επιβάλει δια νόμου. Να προλάβει την δημόσια έκφραση της χλεύης και της απαξίας.
Η προάσπιση της εικόνας, άλλωστε, υπερτερεί της ουσίας. Ωστόσο, η ουσία είναι ότι η Δικαιοσύνη νοσεί. Συνεπώς, όταν η Δικαιοσύνη νοσεί, η νοσηρότητά της μεταδίδετε στο υποκείμενο του δικαίου, τον άνθρωπο και την κοινωνία που εισπράττει ή/και παρατηρεί τις αποφάσεις και τις δράσεις της.
Η εντιμότητα, το σθένος, η παρρησία και η ανεξαρτησία της πλειονότητας των δικαστικών λειτουργών πνίγεται εντός του τριτοκοσμικού συστήματος λειτουργίας της Δικαιοσύνης που επιτρέπει κομματισμένους ή επίορκους δικαστές – «παραδικαστές» να αμαυρώνουν το κύρος του δικαστικού σώματος με τις αποφάσεις τους.
Το τελικό συμπέρασμα; Ιδιώνυμο το «έγκλημα» που συντελείται με κουκούλα, στο απυρόβλητο τα εγκλήματα που διαπράττονται με γραβάτα.
Ο εισαγγελέας μεθοδεύει (βλ. υπόθεση του αφέτη Ν. Βαζαίου), ο εισαγγελέας φιμώνει (βλ. υπόθεση προέδρου Ένωσης Εισαγγελέων Σ. Μπάγια), ο εισαγγελέας διώκει πειθαρχικά (τη δικαιοδοτική κρίση γενικά των δικαστικών λειτουργών), ο εισαγγελέας αναιρεί ασφαλιστικά μέτρα (βλ. υπόθεση συμβασιούχων), ο εισαγγελέας προβλέπει την διάπραξη αδικημάτων από τους εργαζόμενους της JUMBO.
Ενώ, οι πατρίκιοι της Ελληνικής Βουλής (άτομα άμεμπτου ηθικής) χαίρουν ατιμωρησίας. Αφού, εκτός από τις «συγκαλυπτικές» επιτροπές τους, έχουν και τον διορισμένο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να βλέπει προοράτικα την παραπλάνηση υπουργών και να τους προστατεύει με υπερβάλλοντα ζήλο. Προσβάλλοντας, εκθέτοντας και υποτιμώντας έμμεσα ή άμεσα την επιστημονική κατάρτιση και επαγγελματική επάρκεια των συναδέλφων του που τόλμησαν να εισηγηθούν (τρις) την διαβίβαση της δικογραφίας στη βουλή.
Με δύο μέτρα και δύο σταθμά στο «κράτος δικαίου» των Δένδια και Σανιδά, γίνεται πλέον κατανοητή η «ανάγκη» ενεργοποίησης και εφαρμογής του νόμου περί εξυβρίσεως Αρχής. Είναι φυσικό επακόλουθο. Όταν μια Αρχή παύει, λόγο αυτοεξευτελισμού, να εμπνέει το σεβασμό στους πολίτες, οφείλει να τον επιβάλει δια νόμου. Να προλάβει την δημόσια έκφραση της χλεύης και της απαξίας.
Η προάσπιση της εικόνας, άλλωστε, υπερτερεί της ουσίας. Ωστόσο, η ουσία είναι ότι η Δικαιοσύνη νοσεί. Συνεπώς, όταν η Δικαιοσύνη νοσεί, η νοσηρότητά της μεταδίδετε στο υποκείμενο του δικαίου, τον άνθρωπο και την κοινωνία που εισπράττει ή/και παρατηρεί τις αποφάσεις και τις δράσεις της.
Η εντιμότητα, το σθένος, η παρρησία και η ανεξαρτησία της πλειονότητας των δικαστικών λειτουργών πνίγεται εντός του τριτοκοσμικού συστήματος λειτουργίας της Δικαιοσύνης που επιτρέπει κομματισμένους ή επίορκους δικαστές – «παραδικαστές» να αμαυρώνουν το κύρος του δικαστικού σώματος με τις αποφάσεις τους.
Το τελικό συμπέρασμα; Ιδιώνυμο το «έγκλημα» που συντελείται με κουκούλα, στο απυρόβλητο τα εγκλήματα που διαπράττονται με γραβάτα.