Στις 14 Νοεμβρίου 1973, οι διαλεκτοί της πατρίδας – οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν να εξεγερθούν κατά του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Χούντας. Με τον τρόπο αυτό πέτυχαν να αποτρέψουν την τότε κυβέρνηση να «πολιτικοποιήσει» το καθεστώς[1]. Η ελληνική κοινωνία ξεκίνησε, για άλλη μια φορά στην ιστορία, το δρόμο τού αγώνα για να διεκδικήσει τα βασικά αγαθά τής ευημερίας: το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία, αλλά και για να τιμωρήσει παραδειγματικά τους βάναυσους κακοποιούς που της τα στέρησαν.
Στις δίκες των εγκληματιών –χουντικών και βασανιστών– που ακολούθησαν μετά την πτώση της επταετούς Στρατιωτικής Δικτατορίας (1968 - 1974) αποκαλύφθηκαν τα αίσχη των φασιστών στρατιωτικών και των αφιονισμένων βασανιστών που εξασκούσαν για λογαριασμό των χουντικών το «δημιουργικό κακό» εναντίον όσων πίστευαν ότι απειλούσαν την ειρήνη ή την ασφάλεια της χώρας. Δηλ. κατά των κομμουνιστών που θεωρούνταν, με σημερινούς όρους, οι «τρομοκράτες» της εποχής εκείνης.
Οι βασανιστές της Χούντας αποτελούν την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση για μια σειρά από λόγους: (α) ήταν οι άλλοι «διαλεκτοί της πατρίδας» – το βασικό εργαλείο εκφοβισμού της κοινωνίας προκειμένου να την καταστήσουν απολύτως υπάκουη στο νέο αντιδημοκρατικό σύστημα· (β) από τις καταθέσεις και τις συνεντεύξεις τους αποκαλύφθηκε η υποκρισία των δικτατόρων αναφορικά με την πίστη τους στις αξίες τις οποίες προέτασσαν: την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια· (γ) κυρίως, όμως, διότι αποδείχθηκε, από τη μελέτη της περίπτωσής τους από τη μακαρίτισσα κλινική ψυχολόγο και ψυχοθεραπεύτρια Μίκα Χαρίτου-Φατούρου, ότι ο βασανιστής δεν γεννιέται, αλλά γίνεται κάτω από συγκεκριμένες πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές συνθήκες. Είναι και ο ίδιος θύμα. Ωστόσο οι διαπιστώσεις της έρευνας δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι ο βασανιστής είναι ανεύθυνος για τις απεχθείς πράξεις του[2].
Σήμερα ο βασανιστής/τρομοκράτης κατασκευάζεται μεθοδικά και μυστικά μέσα σε μήτρες ολοκληρωτισμού που βρίσκονται: εντός των διαφόρων στρατιωτικών ή αστυνομικών σχολών, στις φονταμεταλιστικές θρησκευτικές σχολές, εντός κάποιων κολεγιακών αδελφοτήτων, στα ορφανοτροφεία κάποιων ολιγαρχιών, στις γιάφκες των εξτρεμιστών κάθε ιδεολογικού φαντασιοκοπήματος. Σε μια «ρωγμώδη δημοκρατία» ο εκπαιδευμένος βασανιστής θα αποτελέσει την «αιχμή του δόρατος» στα χέρια των σφετεριστών της εξουσίας. Η ανήθικη δράση του θα νομιμοποιηθεί στο όνομα κάποιου «ιερού σκοπού». Άλλωστε «πίσω από την τρομοκρατία που νικήθηκε και δικάζεται, όπως και πίσω από την τρομοκρατία που νίκησε και ποτέ δεν θα δικαστεί, υπάρχει πάντα κάποιος ”ιερός σκοπός” που ”αγιάζει τα μέσα”, κάποιο μεσσιανικό ”εν ονόματι”.»[3]
«Εν ονόματι» του πολέμου κατά της «τρομοκρατίας», θεσπίστηκαν αντιτρομοκρατικοί νόμοι που επιτρέπουν αυθαιρεσίες των αρχών· φυλακίσεις και βασανισμούς – «ανακρίσεις σε βάθος» οποιουδήποτε θεωρείται ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες.
Κατά μία άποψη οι βασανιστές είναι τα άνθη του κακού, αλλά οι συνθήκες είναι η ρίζα του. Όλοι μπορούμε να γίνουμε βασανιστές κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες. Και όλοι μπορεί να γίνουμε θύματα βασανιστηρίων ψυχολογικών ή σωματικών, ήπιων ή σκληρών. «Το εφιαλτικό ανθρωπολογικό παράδοξο είναι ότι ο χθεσινός αποδιοπομπαίος και φρικτά βασανισμένος μεταμορφώνεται την επαύριο σε σαδιστή αυτουργό των ίδιων κακουργημάτων που τα σημάδια τους έχει ακόμα στο κορμί του.»[4] Συνεπώς, πράγματι, οφείλουμε όλοι να αγωνιστούμε ενάντια στην εμφάνιση των συνθηκών.
Ακολουθούν δύο ενδεικτικές μαρτυρίες θυμάτων της Χούντας. Ενός βασανισθέντα κι ενός βασανιστή:
«Έζησα τη μοίρα του θύματος. Έτσι είδα από κοντά το μούτρο του βασανιστή. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση από το ματωμένο, πελιδνό δικό μου πρόσωπο. Εκείνου είχε μια σύσπαση καθόλου ανθρώπινη. Η υπερδιέγερσή του του έδινε —χωρίς υπερβολή— μια έκφραση σαν εκείνες που έχουν οι κινέζικες μάσκες. Δεν είναι εύκολο πράγμα να βασανίζεις. Χρειάζεσαι εσωτερική συμμετοχή.
Ο τυχερός ήμουνα λοιπόν εγώ. Εγώ ταπεινώθηκα. Δεν ταπείνωσα εγώ άλλους. Μονάχα που έφερνα τον άνθρωπο πολύ δυστυχισμένο στα πονεμένα μου σπλάχνα. Αυτοί όμως για να σε ταπεινώσουνε χρειάζεται να ταπεινώσουν πρώτα μέσα τους τον άνθρωπο.
Κι ας περιφέρονται φουσκωμένοι μέσα στη στολή τους, εξουσιάζοντας τον πόνο, την αϋπνία, την πείνα, την απελπισία του συνανθρώπου τους. Μεθυσμένοι απ’ αυτή τους την εξουσία. Αυτό το μεθύσι είναι η ταπείνωση του ανθρώπου. Η έσχατη ταπείνωση.
Για να κάνουν όσα έπραξαν σε βάρος μου χρειάστηκε να εκμηδενίσουνε πρώτα τον άνθρωπο μέσα τους. Το δικό μου μαρτύριο πληρώθηκε πολύ ακριβά απ’ αυτούς. Δεν ήμουνα εγώ στη χειρότερη θέση. Ήμουν μονάχα ένας πολύ πονεμένος άνθρωπος που βογκούσε. Προτιμώ αυτό. Τώρα εγώ απλώς δε βλέπω τα παιδιά να πηγαίνουνε σχολείο ή να παίζουνε στο πάρκο. Αυτοί όμως πώς αντικρίζουνε τα παιδιά τους;
Η δική τους ταπείνωση είναι αυτό ακριβώς που δεν μπορώ να συγχωρέσω στον δικτάτορα.»
(Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους, στο Amnesty International, 1975)
Παρακάτω ο ανώνυμος βασανιστής του ΕΑΤ/ΕΣΑ εξηγεί σε πρώην συνάδελφό του και στενό φίλο του τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να πάρει μέλος στην μελέτη της Μίκας Χαρίτου-Φατούρου:
«Αδελφέ μου, Γιώργο, σε φιλώ,
Περιμένω σήμερα ένα τηλεφώνημά σου. Θα σου πω ότι δεν θα μπορέσω να έρθω. Σ’ αυτό το γράμμα σου εξηγώ τους λόγους.
[Περιγράφει πώς ένιωσε όταν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία:]
Πόσο ένοχος ένιωσα τότε, Γιώργο. ΕΝΟΧΟΣ [κεφαλαία στο πρωτότυπο] γιατί σαν άνθρωπος, δεν είχα κάνει αυτό που είχα υποχρέωση να κάνω – εννοώ, να προσπαθήσω να ελευθερώσω τους κρατούμενος με όποιον τρόπο μπορούσα και αν δεν τα κατάφερνα, να θυσιαστώ εγώ στη θέση τους. Πρέπει να το παραδεχτούμε, αδελφέ. Πολλοί λίγοι από εμάς τους ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ πλήρωσαν. Για να μιλάμε καθαρά, θα έπρεπε όλοι, λίγο-πολύ, να πληρώσουμε γι’ αυτό, είτε βασανίσαμε είτε όχι. Δεν έχει σημασία αν έκλαψα για όσα συνέβαιναν γύρω μου. Θα έπρεπε να πληρώσουμε ακριβά, γιατί αν και ήμασταν μάρτυρες όσων συνέβαιναν, η μόνη μας αντίδραση ήταν να μην πάρουμε μέρος σ’ αυτά που γίνονταν. Βάζω τον εαυτό μου στην ίδια τουλάχιστον θέση μ’ εκείνους που δικάστηκαν. Για μας, η κατηγορία θα μπορούσε να συνοψίζεται στην ερώτηση: «Πώς μπορέσατε, κύριοι, να βλέπετε να συμβαίνουν όλα αυτά μπροστά στα μάτια σας και να μην κάνετε τίποτα;»
[Αναφέρει ένα γεγονός που θεωρεί σημαντικό:]
Τον Νοέμβριο του 1974, θυμάσαι, είχαμε βουλευτικές εκλογές [οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα]. Την εποχή εκείνη, ο πατέρας του Αλαβάνου [ενός κρατούμενου που βασανίστηκα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, επέζησα και έγινε σοσιαλιστή πολιτικός], που ήταν υποψήφιος στις εκλογές, ήρθε να μας επισκεφτεί. Όταν άκουσα το όνομά του όλα ξαφνικά ξανάρθαν στο μυαλό μου. Μου φάνηκε σαν ν’ άκουγα τον Κουλουμβάκη να μου λέει: «Φύλαξε τον κρατούμενο [το νεαρό Αλαβάνο] μέχρι να έρθουν να τον πάρουν οι άντρες του Τμήματος Διώξεως». Όταν αντίκρισα αυτό τον κρατούμενο, μου έκανε εντύπωση η ευγένεια της φυσιογνωμίας του, ήταν σχεδόν ποιητική. Ήμουν εκεί και έπρεπε να φυλάξω έναν άντρα που δεν ήξερα ούτε τ’ όνομά του, έναν άντρα που ποτέ δεν μου είχε κάνει το παραμικρό κακό. Οι άντρες του Τμήματος Διώξεως ήρθαν και τον πήραν. Περιττό να γράψω σ’ εσένα τι έγινε μετά, γιατί το ξέρεις πολύ καλά.
[Εξηγεί τους λόγους άρνησης της συμμέτοχής του στην μελέτη:]
Όταν συνάντησα εκείνη που παντρεύτηκα αργότερα [μετά την πτώση της χούντας] μερικοί συνάδελφοι γνώριζαν πού είχα κάνει τη στρατιωτική μου θητεία και άρχισαν να μου κάνουν ψυχρό πόλεμο. Της είπαν ακόμη για το παρελθόν μου και προσπάθησαν να μας χωρίσουν. Προετοίμαζαν τη μετάθεσή μου με τη βοήθεια ενός δεξιού βουλευτή. Δεν τα κατάφεραν, ούτε κι αργότερα, να με χωρίσουν από τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Η αγωνία μας μήπως και διαλύσουν την οικογένειά μας είχε στεναχωρήσει πολύ και τους δυο. Γι’ αυτό δεν θέλω να έρθω. Η γυναίκα μου φοβάται. Συγχώρα με, φίλε.»
(βλ. ενδ. Μ. Χαρίτου-Φατούρου, Ο βασανισμός ως όργανο της κρατικής εξουσίας (ψυχολογικές καταβολές), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σ.σ. 33-34, 39-41)
-------------------------
1. βλ. CIA, 19/11/1973, Ημερήσια ενημέρωση του προέδρου Νίξον σχετ. με την εξέγερση του Πολυτεχνείου
2. βλ. ενδ. Μ. Χαρίτου-Φατούρου, Ο βασανισμός ως όργανο της κρατικής εξουσίας (ψυχολογικές καταβολές), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 369-370
3. βλ. ενδ. Χ. Γιανναράς, Η λογική αρχίζει με τον έρωτα, εκδ. Ίκαρος, έτος 2004
4. Ό.π.
πολυ καλο
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ, Φωτεινή. Να είσαι καλά!
Διαγραφή